μακροζωΐα

μακροζωΐα
μακροημέρευση [-ις (-εως)] η см. μακροβιότητα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μακροζωΐα" в других словарях:

  • μακροζωία — η (Μ μακροζωΐα) το να ζει κάποιος πολλά χρόνια, η μακροβιότητα, η μακροημέρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρόζωος] …   Dictionary of Greek

  • μακροζωία — η το να ζει κανείς πολλά χρόνια, η μακροβιότητα: Έγραψε ένα βιβλίο με συμβουλές για μακροζωία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • Μαθουσάλας — (εβρ. Μαθουσαέλ). Όνομα δύο βιβλικών προσώπων. 1. Ο τέταρτος απόγονος του Κάιν και πατέρας του Λάμεχ. 2. Πατριάρχης που έμεινε παροιμιώδης για τη μακροζωία του. Σύμφωνα με την αφήγηση της Βίβλου –στην οποία, άλλωστε, οι αριθμοί έχουν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • μακροβιοτία — μακροβιοτία. ἡ (Α) [μακροβίοτος] μακροβιότητα, μακροζωία …   Dictionary of Greek

  • μακροβιότητα — η (AM μακροβιότης) [μακρόβιος (I)] η ιδιότητα τού μακρόβιου, η μεγάλη διάρκεια ζωής, η μακροζωία …   Dictionary of Greek

  • μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος …   Dictionary of Greek

  • μακροημερεύω — (AM μακροημερεύω [μακροήμερος] ζω πολλά χρόνια μσν. 1. (μτβ.) δίνω μακροζωία 2. καθυστερώ κάποιον 3. παρατείνομαι, χρονίζω …   Dictionary of Greek

  • μακροχρονιότητα — η (Α μακροχρονιότης, ητος) [μακροχρόνιος] 1. η μακρά διάρκεια, το μεγάλο χρονικό διάστημα 2. μακροζωία, μακροβιότητα …   Dictionary of Greek

  • πολυχρόνιση — η, Ν [πολυχρονίζω] 1. ευχή για μακροβιότητα 2. μακροβιότητα, μακροζωία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»